- ιταλιωτικός
- ἰταλιωτικός, -ή, -όν, θηλ. και ιταλιώτις (Α) [Ιταλιώτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιταλιώτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰταλιωτικός — Italian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλιωτικά — Ἰταλιωτικός Italian neut nom/voc/acc pl Ἰταλιωτικά̱ , Ἰταλιωτικός Italian fem nom/voc/acc dual Ἰταλιωτικά̱ , Ἰταλιωτικός Italian fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλιωτικῶν — Ἰταλιωτικός Italian fem gen pl Ἰταλιωτικός Italian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλιωτικόν — Ἰταλιωτικός Italian masc acc sg Ἰταλιωτικός Italian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλιωτική — Ἰταλιωτικός Italian fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταλιώτις — ἰταλιῶτις, ώτιδος, ἡ (Α) βλ. ιταλιωτικός … Dictionary of Greek
συμμαχικός — ή, ό / συμμαχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, ή, όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία 2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα» αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από… … Dictionary of Greek